Να απο-αποικιοποιήσουμε την πόλη!

Να απο-αποικιοποιήσουμε την πόλη!

Η αντι-ξενάγηση Να απο-αποικιοποιήσουμε την πόλη! διαμορφώθηκε από φοιτητές και φοιτήτριες, μέλη ΔΕΠ και ερευνητές/ερευνήτριες του Tμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Παρουσιαστηκε στον Βόλο την Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022.

Μπορείτε να παρακολουθήσετε το βίντεο εδώ.

Δεδομένου ότι η ανάγκη για απο-αποικιοποίηση της πόλης (του Βόλου ή όποιας άλλης ελληνικής πόλης) απέχει πολύ από το να θεωρείται δεδομένη, είτε από τους ανθρώπους που ζουν σ’ αυτή είτε από όσες μελετούν την ιστορία της, η αντι-ξενάγηση αυτή έχει έναν διττό στόχο: 1) να εντοπίσει κάποιους από τους πολλούς και διάφορους τρόπους με τους οποίους η ίδρυση της σύγχρονης πόλης του Βόλου στα μέσα του 19ου αιώνα συνδέεται με γενεαλογίες και γεωγραφίες της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, και 2) να αποτελέσει το έναυσμα για συζητήσεις σχετικά με το γιατί είναι σήμερα σημαντικό να επανεξετάσουμε αυτή την ιστορία, για να αναθεωρήσουμε τους τρόπους με τους οποίους ζούμε μαζί με (ανθρώπινους και μη ανθρώπινους) άλλους, και το πώς μπορούμε να εργαστούμε για να διαμορφώσουμε ένα πιο συμπεριληπτικό και κατοικήσιμο μέλλον.

Η αντι-ξενάγηση θα εστιάσει στη χρονική και χωρική ανάδυση της νέας πόλης του Βόλου – ή, ακριβέστερα, των Νέων Μαγαζιών, τα οποία εξ ορισμού μεταμόρφωσαν την πόλη που προϋπήρχε και την αγορά της σε «Παλαιά» Μαγαζιά/Συνοικία. Η διαμόρφωση των νέων αυτών κοινωνικών και οικονομικών υποδομών και πολιτισμικών έξεων (habitus) βασίστηκε στο (ακόμα και σήμερα εξελισσόμενο) έργο της κυριολεκτικής και συμβολικής καταστροφής, εξαφάνισης ή αγνόησης του ίχνους του οθωμανικού παρελθόντος της περιοχής.

Η προσέγγισή μας

Το απο-αποικιακό πλαίσιο θα προβληματίσει ένα οικείο αφήγημα στο οποίο ο εκσυγχρονισμός, η αστικοποίηση και ο εξευρωπαϊσμός θεωρούνται σημεία μιας αναπόφευκτης και εν πολλοίς ευεργετικής μετάβασης. Κάποιες από τις θεματικές με τις οποίες θα ασχοληθούμε έχουν γίνει αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας στο τοπικό συγκείμενο (ιστορίες του σιδηροδρόμου, του αστικού σχεδιασμού και άλλων υποδομών), ενώ άλλες έχουν εξεταστεί ελάχιστα (η ιστορία της αρχαιολογίας, η κουλτούρα του κυνηγιού και της σκοποβολής). Για να φέρουμε στο προσκήνιο ζητήματα όπως η εθνο-θρησκευτική κάθαρση, η απόσπαση γαιών, ο εξορυκτισμός πόρων και γνώσης, ο ανθρωποκεντρισμός, η βία των υποδομών (infrastructural violence), η λευκή υπεροχή, ο κερδοσκοπικός καπιταλισμός ή οι νεκροτεχνολογίες, απαιτείται να αναταράξουμε βαθιά εμπεδωμένες και φυσικοποιημένες αποικιακές τεχνολογίες, επιστημονικά πεδία και θεσμούς: όπως τον χάρτη, το μουσείο, τη φύση, τον άνθρωπο, τη φυλή, την υποδομή, την υγιεινή, το όπλο, τη φωτογραφία, τον χρόνο, την ιστορία, το έθνος.

Ο σκοπός μας δεν είναι να παρουσιάσουμε μια «εναλλακτική» ιστορία ενός ήδη ιστορικοποιημένου κόσμου, αλλά να επεξεργαστούμε το τι σημαίνει να σκεφτούμε την ίδια την ιστορικοποίηση ως μια κατεξοχήν «αποικιακή χειρονομία» η οποία «εξαλείφει και υποτιμά τους υπάρχοντες ποικιλόμορφους κόσμους, που τώρα υποβαθμίζονται σε παρελθόν και εμποδίζουν την αποικιακή προέλαση» (Azoulay 2019). Ο σκοπός μας, με άλλα λόγια, είναι να διαταράξουμε τις συνήθειες της ιστορίας – να «σπάσουμε τη βιτρίνα» εντοπίζοντας τις αποικιακές επιβιώσεις που έχουν με τον χρόνο εγγραφεί στο μνημειακό τοπίο.

Προς την κατεύθυνση αυτή, πειραματιζόμαστε με την αντι-ξενάγηση ως πρακτική μιας από τα κάτω παιδαγωγικής και ως τρόπο δημόσιας παρέμβασης – άρα και μιας υποσχόμενης μεθοδολογίας απο-αποικιοποίησης. Δεδομένου ότι η ιστορία της «περιήγησης» είναι αναπόσπαστο κομμάτι των αποικιακών κληρονομιών κινητικότητας, πρόσβασης, διαβάθμισης της γνώσης και εμπορευματοποίησης του παρελθόντος, θα χρησιμοποιήσουμε το εργαλείο της αντι-ξενάγησης με συνειδητά ειρωνικό και αποδομητικό τρόπο. Ως σύντομη επιτελεστική κατάληψη δημοσίων χώρων, η αντι-ξενάγηση είναι το στρατήγημά μας για να ανοίξουμε έναν χώρο συνάντησης στους δρόμους των πόλεών μας και να δημιουργήσουμε μια στιγμή μοιράσματος και συλλογικής σκέψης σχετικά με τη βία του παρελθόντος και του παρόντος - αλλά για αντιστάσεις του τότε και του τώρα σε αυτές τις αποικιακές λογικές.

 

Λίγα λόγια για ιστορίες καταγωγής

Από τη δεκαετία του 1840, έμποροι με κεφάλαιο, κυρίως από την περιοχή του Πηλίου, οι οποίοι αναγνώριζαν τους εαυτούς τους ως τους πρώτους «έποικους» της πόλης, άρχισαν να προωθούν τα οικονομικά τους συμφέροντα μέσω του λιμανιού του Βόλου, συνεισφέροντας στην κατασκευή των Καινούργιων Μαγαζείων και της Νέας Πόλης, ανατολικά από τα (έπειτα) «Παλαιά» Μαγαζιά/Οθωμανική Συνοικία. Καθώς η πόλη μεγάλωνε, η ανάγκη να εντοπιστεί μια «αντάξια» (μη μουσουλμανική/οθωμανική) ιστορία καταγωγής έγινε επιτακτική. Επιστρατεύτηκαν η ιστοριογραφία, η αρχαιολογία, η γλωσσολογία και η φιλολογία και το σκάψιμο ξεκίνησε –και εξελίσσεται μέχρι σήμερα– τόσο στο έδαφος όσο και στα κείμενα: σημείο αναφοράς ήταν είτε η αρχαία Ιωλκός (και ο μύθος του Ιάσονα και των Αργοναυτών), είτε η ελληνιστική και βυζαντινή Δημητριάδα, είτε το ελληνορθόδοξο Πήλιον.

Τι θα γινόταν όμως αν ξεκινούσαμε την ιστορία του σύγχρονου Βόλου από τον Απρίλιο του 1827 και τη Ναυμαχία του Βόλου, όταν το πρώτο ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο στον κόσμο –το ναυπηγημένο στη Βρετανία Perseverance– βομβάρδιζε το τοπικό οθωμανικό κάστρο; Τότε το «νέο» της νέας πόλης του Βόλου θα βασιζόταν έκτοτε στη βίαιη εξάλειψη κάθε σύνδεσης με το κοινό οθωμανικό παρελθόν αιώνων. Στο μεταξύ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Καρτερία –όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά το αγγλικό «perseverance»– μεταφέρει την ίδια την Hellas: ότι δηλαδή γίνεται ένας τρόπος να γίνει η Hellas μέρος της Ευρώπης μέσω δυτικών ιδιωμάτων ελληνικότητας και φαινομενικής κυριαρχίας. Το πλοίο Καρτερία αγοράστηκε από την Ελλάδα στη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας (1825), με κεφάλαια από το δεύτερο βρετανικό δάνειο, και επιτάχτηκε από έναν αποταγμένο αξιωματικό του βρετανικού ναυτικού, τον Πλοίαρχο Frank Abney Hastings· θα μπορούσε έτσι να θεωρηθεί ως ένας πρόδρομος των αμέτρητων δυτικών όπλων που έχουν πωληθεί στην Ελλάδα στο όνομα της ελευθερίας της.

Παρότι η Ναυμαχία του Βόλου δεν στάθηκε καταλυτική στον αγώνα για την ανεξαρτησία της περιοχής (η επαρχία της Θεσσαλίας θα προσαρτηθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα μόλις το 1881), η επίδειξη της δύναμης αυτής της μηχανής θανάτου στον Παγασητικό Κόλπο τάραξε τον τοπικό Μπέη Ταφάρ. Ονόμασε την Καρτερία «σεϊτάν βαπόρ», και λέγεται ότι προέτρεψε τους κατοίκους να αποδράσουν στην ενδοχώρα, προς την περιοχή της Λάρισας, από την πίσω πύλη του κάστρου, επειδή φοβόταν ότι ο τροχός κίνησης του πλοίου θα του επέτρεπε να βγει στην ξηρά και να συνεχίσει τις οργιαστικές βολές του. Οι ελληνικές ιστορίες της πόλης που προωθούσε η τοπική ελίτ δεν αμελούσαν να περιγελάσουν τη δήθεν αφελή του αντίδραση απέναντι στην τεχνολογική «πρόοδο».


Εικόνα: Απεικόνιση της Ναυμαχίας του Βόλου από τον λαϊκό ζωγράφο Νικόλα Χριστόπουλο. Η Καρτερία (στα δεξιά), το πλοίο με τον τροχό κίνησης. 

Γιατί είναι αυτό αποικιακό;

Καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία σταδιακά αποδυναμωνόταν και κατέρρεε, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις –η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία– έκαναν αισθητή την πολιτική, οικονομική, και στρατιωτική παρουσία τους στο νέο ελληνικό κράτος. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα αντίσταση στο να «δούμε» το αποικιακό στο ελληνικό συγκείμενο, παρά την αφθονία των στοιχείων περί του αντιθέτου – η γαλλική Εκστρατεία του Μοριά μεταξύ 1828-1833, η βαυαρική μοναρχία που εγκαταστάθηκε το 1834 στην προσφάτως ανεξάρτητη Ελλάδα, οι βρετανικές αποικιακές κτήσεις των νησιών του Ιονίου από το 1815 ως το 1864, η κατοχή της χώρας από ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η αμερικανική στήριξη στη στρατιωτική δικτατορία των ετών 1967-1974… η λίστα μπορεί να γίνει μεγάλη.

Η αντίσταση στη συζήτηση αυτή πηγάζει - ίσως -από το «συνεργατικό» και αποσπασματικό χαρακτήρα της σχέσης αυτής, από την εθνική κυριαρχία συγκαλυμμένη πίσω από το «χρέος» των Ευρωπαίων προς τις αρχαιοελληνικές καταβολές τους, και/ή από τη σχετική «ηπιότητα» της ευρωπαϊκής βίας στην Ελλάδα συγκριτικά με τη βία που ασκήθηκε στις «πραγματικές» αποικίες.

Ακόμα μεγαλύτερη αντίσταση υπάρχει στον εντοπισμό της ενστάλαξης και του μιμητισμού από έλληνες των δυτικών «αξιών» (της λευκής υπεροχής, της ισλαμοφοβίας, της αστικής κουλτούρας, της εθνοκάθαρσης, του αλυτρωτισμού, του ιστορικισμού) και στην αναγνώριση των πλεονεκτημάτων που απορρέουν και σήμερα από το λευκό/ευρωπαϊκό προνόμιο.

Στην αντι-ξενάγησή μας, εστιάζουμε στο πώς τα αποικιακά προτάγματα και κοσμοθεωρίες έγιναν ένα με την ίδια την ιδέα μιας «πόλης»: ως μια δυναμική χωρική αναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων, σωμάτων και αναμνήσεων, ως μια «χρονομηχανή» που προωθεί τις αξίες του νέου, της προόδου και της επιτάχυνσης, καθώς και ως τόπος υλικής πραγμάτωσης της κουλτούρας και της αισθητικής.

Στις μελέτες περίπτωσης που διεξάγουμε αναγνωρίζουμε συγκεκριμένες όψεις αυτής της διαδικασίας «ανέγερσης μιας νέας πόλης», εντοπίζοντας κριτικά τους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί η ευρωπαϊκή αποικιακή εξουσία, όπως και εκείνους που βρίσκει για να αποκρύψει τη βία της.

  • Αρπαγή της γης και περιφράξεις – Παρότι το παράδειγμα της Ελλάδας δεν ταιριάζει στο τυπικό μοτίβο της «εποικιστικής αποικιοκρατίας» (γενοκτονία, διαρκής περιθωριοποίηση και εκδίωξη των αυτόχθονων πληθυσμών, και αντικατάστασή τους με Ευρωπαίους εποίκους – όπως συνέβη στην Αυστραλία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ), η έννοια της «εποίκησης» μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το πώς η υιοθέτηση από την Ελλάδα της ευρωπαϊκής μορφής του έθνους-κράτους εμπεριείχε μια μορφή εσωτερικής αποικιοποίησης ή αυτο-αποικιοποίησης βασισμένης στη βίαιη εκδίωξη των μη ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών, την απαλοιφή των μη ελληνικών γλωσσών και των συναφών ιστορικών ιχνών (νεκροταφείων, θρησκευτικών κτηρίων κλπ). Αιώνες ευρωπαϊκής ιστορίας κατάκτησης, δουλείας, γενοκτονίας και καπιταλιστικής παραγωγής έχουν βασιστεί στον ισχυρισμό ότι η γη ήταν προηγουμένως «άδεια» –για την επιστήμη (αρχαιολογία), τα σπορ (κυνήγι), το κεφάλαιο (υποδομές) ή την ιδεολογία (οριενταλισμός)– και άρα διαθέσιμη για σκάψιμο, περιφράξεις, εκχερσώσεις ή για ανοικοδόμηση, ρύθμιση, μετονομασία, ακόμα και για απευθείας κλοπή, ισχυρισμός που επέτρεψε την καταπάτηση και συχνά την απαλοιφή ιστοριών, νοημάτων, συνδέσεων, ή θρησκευτικών πεποιθήσεων των όσων προηγουμένως κατοικούσαν σε αυτούς τους τόπους – ανθρώπων, ζώων και φυτών.
  • Οι υποδομές ως «αποικιακό μεγαλείο» (Larkin 2008) – Εδώ αναδεικνύεται η κεντρικότητα των τεχνικών υποδομών (σιδηροδρόμων, δρόμων, λιμανιών, εργοστασίων αερίου, αστικού σχεδιασμού – αλλά επίσης και αρχαιολογικών ανασκαφών) στην προβολή (ως θέαμα/τελετουργία) της δυτικής τεχνολογικής υπεροχής, της κυριαρχίας του ανθρώπου επί της φύσης, του χρόνου και του χώρου, στην επιβολή της γραφειοκρατικοποίησης και βιοεξουσίας ως νέων τρόπων διακυβέρνησης και νεκροπολιτικής, στην κινητικότητα και τη συνδεσιμότητα ανθρώπων, ιδεών και κεφαλαίων στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου δικτύου, στην ανάδυση νέων υποκειμενικοτήτων –  υπάλληλοι με τεχνικές, γλωσσικές και άλλες εξειδικευμένες γνώσεις εναντίον χειρωνακτών εργατών.
  • Μουσειοποίηση – Ένα από τα ισχυρότερα εργαλεία της αποικιακής εξουσίας είναι η δημιουργία του Παρελθόντος ως πεδίου γνώσης και ως υλικού κειμηλίου το οποίο μπορεί κανείς να δει, να συλλέξει, να ταξινομήσει και να αφηγηθεί. Η μουσειοποίηση μπορεί να περιγράψει πώς ο χρόνος σπάει σε ένα πριν κι ένα μετά, με όλα όσα τοποθετούνται πίσω από την προθήκη να παράγουν το Τώρα της νεωτερικότητας και της προόδου. Η μουσειοποίηση δημιουργεί επίσης μια διάκριση μεταξύ των σωμάτων που αναπαριστούνται και των σωμάτων που κατέχουν τα μέσα να δημιουργήσουν το θέαμα, να το δουν και να το κατέχουν: η κάμερα και το όπλο που επιτελούν αυτή την αντικειμενοποίηση είναι βασικές τεχνολογίες της αυτοκρατορίας. Η μουσειοποίηση σχετίζεται με την κυριολεκτική ή συμβολική θανάτωση και την «επαναφορά στη ζωή» (ταρίχευση, αρχαιολογική συντήρηση «ευρημάτων»). Η μουσειοποίηση διαρρηγνύει κοινούς κόσμους – γλωσσικής, εθνοτικής πολλαπλότητας, οικοσυστημάτων συμβίωσης ανθρώπων-ζώων-περιβάλλοντος, ακόμα και σημερινών ανθρώπων που ζουν μέσα και με «ερείπια».
  • Λευκή υπεροχή – Εξιδανικευμένες ερμηνείες του αρχαιοελληνικού παρελθόντος, «λευκασμένες» και απογυμνωμένες από τις ιστορικές συνδέσεις με αφρικανικές και ασιατικές κοινωνίες, έχουν παίξει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση ευρωπαϊκών μυθολογιών περί φυλής και λευκής υπεροχής, οι οποίες έχουν σχηματίσει τον ιδεολογικό άξονα της καπιταλιστικής και αποικιακής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης μαύρων και μελαμψών σωμάτων. Συνεπώς, επιτελεστικές και υλικές πρακτικές (η αρχαιολογία, η νεοκλασική αρχιτεκτονική, ο εξαρχαϊσμός ονομάτων και τοπωνυμίων) είναι σημαντικές για τη φυσικοποίηση αυτού του ιδεώδους. Η λευκότητα δεν μπορεί να ερμηνευτεί έξω από ένα διαθεματικό πλαίσιο το οποίο τονίζει την πατριαρχία και την τάξη. Για τις τοπικές ελίτ, ο ανταγωνισμός για μια θέση στην παγκόσμια αστική κουλτούρα του ευρωπαϊκού/λευκού προνομίου σήμαινε την εκμάθηση και την τήρηση των ιδανικών της δυτικής κουλτούρας (κλασική μουσική, τέχνη, μουσεία, λέσχες), της νέας καθημερινής ρουτίνας αναφορικά με την υγιεινή, την υγεία, την ένδυση, τα σπορ και την αναψυχή, της ιεραρχικής συγκρότησης των κοινωνικών τάξεων, των έμφυλων ταυτοτήτων και των σεξουαλικών συμπεριφορών, των πρακτικών κατανάλωσης και συσσώρευσης.

Ο εντοπισμός και «απομάθηση» τέτοιων πρακτικών είναι αυτό που εννοούμε με την έννοια απο-αποικιοποίηση. Τυχαίνει που η αντι-ξενάγησή μας εστιάζει στον Βόλο. Σας ενθαρρύνουμε, ωστόσο, να φέρετε αυτή την προσέγγιση στην πόλη σας το συντομότερο!


Εικόνα: Λευκαίνοντας τα μάρμαρα μπροστά από το Δημαρχείο του Βόλου. 21 Δεκεμβρίου 2021. Φωτογραφία: Πηνελόπη Παπαηλία

Πολεοδομία/Σχέδιο Πόλης

Η ενότητα αυτή θα επικεντρωθεί στην καταστροφή και ανα-κατασκευή ορισμένων τμημάτων της Παλιάς/Οθωμανικής Συνοικίας της πόλης -- η οποία αποκαλείται ακόμη και σήμερα «τα Παλαιά» -- στο όνομα της δημόσιας υγείας και υγιεινής. Μετά το 1423 και την κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς, η περιβαλλόμενη από τάφρο οθωμανική πόλη που αναπτύσσεται εντός του βυζαντινού τείχους της πόλης, με πυκνή δόμηση και στενά δρομάκια, διαθέτει τζαμί και συναγωγή. Έξω από την οχύρωση, στα Νότια, υπήρχε μικρής έκτασης εμπορική ζώνη, η οποία περιελάμβανε καταστήματα, το παζάρι και το τελωνείο. Η ίδρυση των
"Καινούργιων Μαγαζείων" - όρος που δεν είναι σήμερα σε χρήση - βάσει του καρτεσιανού συστήματος δρόμων, επέφερε και την οικοδόμηση νέων Ορθόδοξων Ναών, μιας Καθολικής εκκλησίας και άλλων μνημείων της Νεωτερικότητας (Αρχαιολογικό Μουσείο, Νοσοκομείο), καθώς και τις τεχνολογικές υποδομές (φωταέριο, ηλεκτρισμός, πεζοδρόμια, δενδροφύτευση), οι οποίες βασίστηκαν στην ευρωπαϊκή τεχνογνωσία, από άποψη τόσο εξοπλισμού όσο και προσωπικού. Συχνά, όπως στην περίπτωση του εργοστασίου φωταερίου, που κτίστηκε στο οικόπεδο του μουσουλμανικού νεκροταφείου ή του Αρχαιολογικού Μουσείου, το οποίο οικοδομήθηκε στο οικόπεδο του χριστιανικού νεκροταφείου, όπως επίσης και όσον αφορά στη μετονομασία των οθωμανικών τοπωνυμίων σε αρχαιοελληνικά, αυτές οι μεταβολές, υποδηλώνουν μια, εποικιστικής φύσης, νοοτροπία σε σχέση με τη γη ως terra nullius (γη που δεν είναι ιδιοκτησία κανενός), από την πλευρά των (αυτοπροσδιοριζόμενων ως) οικιστών της «Νέας» Πόλης, οι οποίοι παρήγαγαν πολλές ιστορικές μαρτυρίες, επίσημες και ανεπίσημες, νομιμοποίωντας την παρουσία τους.


Εικόνα: Β. Χαστάογλου, σχέδιο του Κάστρου και της Νέας Πόλης του Βόλου, περ. 1882, στο Βόλος: Πορτραίτο της Πόλης στον 19ο και 20ο αιώνα, 2002.

Σιδηρόδρομος

Η παρούσα ενότητα θα εστιάσει στην κατασκευή των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, τη χαρισματική φιγούρα του Evaristo de Chirico (πατέρα του ζωγράφου Giorgio), επικεφαλής και άλλων σιδηροδρομικών δικτύων σε διαφορετικά μέρη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο ευρωπαϊκό «επενδυτικό» κεφάλαιο και στη διαρπαγή γαιών και περιουσιών για το χτίσιμο του σιδηροδρόμου. Θα εξετάσουμε τον σιδηρόδρομο ως κεντρικό παράδειγμα της τεχνολογικής υποδομής ως «αποικιακού μεγαλείου» (colonial sublime) που εγκαινιάζεται, φωτογραφίζεται, κτλ. Θα δούμε πώς σχετίζεται με νέες εννοιολογήσεις του χρόνου και του χώρου που εισάγονται τότε (το πρώτο ρολόι και το εργασιακό μηχάνημα μέτρησης χρόνου, όπου οι εργάτες χτυπούν την κάρτα τους) και νέες αντιλήψεις για τη φύση (ιδωμένη από το παράθυρο του τρένου, τα καλοκαιρινά τρένα προς τα bain mixtes). Θα δούμε επίσης τη σημασία του θεσμού του σιδηροδρόμου για την εκμάθηση νέες λογικές της εργασίας (γνώση της γαλλικής γλώσσας ως προαπαιτούμενο προσόν για την πρόσληψη, η ιδέα της «αξιοκρατίας», η εργασιακή εκμετάλλευση, εργατικά κινήματα, απεργίες και διαμαρτυρίες), αλλά και τη φυσικοποίηση των κοινωνικών ιεραρχιών (το βασιλικό βαγόνι, το οποίο έως και σήμερα στεγάζεται στις εγκαταστάσεις του σιδηρόδρομου, οι διάκριτες «θέσεις» των επιβατών).

 

Κυνήγι και Σκοποβολή

Η θεματική αυτή επικεντρώνεται στην εισαγωγή του κυνηγιού και της σκοποβολής στο Πήλιο/Θεσσαλία ως παράθυρο στην παραγωγή πολιτισμικών διακρίσεων και νέων αντιλήψεων για το σώμα και την ταυτότητα φύλου μέσα από τη συμμετοχή σε συλλόγους και αθλήματα, καθώς και στην εξέλιξη αποικιοκρατικού τύπου σχέσεων του ανθρώπινου με το περιβάλλον, βασισμένων στη βία, τον ανθρωποκεντρισμό και την κουλτούρα των όπλων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι μέχρι την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881, η εν λόγω περιοχή είχε τον χαρακτήρα μιας μεθορίου στο επεκτεινόμενο ελληνικό κράτος. Θα καταπιαστούμε με την ίδρυση του πρώτου κυνηγετικού συλλόγου στον Βόλο (από έναν Ιταλό), την εξάπλωση του κυνηγιού και της σκοποβολής ως αθλημάτων (την εμπλοκή του Βρετανικού Στόλου σε τοπικούς αγώνες στο λιμάνι του Βόλου και την ελληνική συμμετοχή σε «Μεσογειακούς Αγώνες») και τη σύνδεση με τη δημιουργία και άλλων αθλητικών συλλόγων και περιπατητικών λεσχών. Θα δούμε τη σχέση με τα όπλα, ιδιαίτερα το ιστορικό αυστριακό Mannlicher, που χρησιμοποιήθηκε από τον ελληνικό στρατό στους Βαλκανικούς πολέμους και στη Μικραστιατική Εκστρατεία και έπειτα χρησιμοποιήθηκε ως βασικό κυνηγετικό όπλο. Θα εξετάσουμε επίσης τη δημιουργία περιφραγμένων κυνηγετικών εκτάσεων (Σκλήθρο, κοντά στη Λάρισα, νησίδα Γιούρα κοντά στην Αλόννησο με αγριοκάτσικα), τις πρακτικές ταρίχευσης και συμμετοχής σε βιοτεχνίες κατεργασίας δερμάτων/γούνας, καθώς και τη διασταύρωση όλων των παραπάνω με την εντατικοποίηση των τοπικών ιεραρχιών και της «ευρωπαϊκής» ταυτότητας της ελίτ.


Εικόνα: Εκδρομή του Διοικητικού Συμβουλίου του Κυνηγετικού Συλλόγου Βόλου στον Αγ. Γεώργιο των Κυνηγών. Φωτογραφία: ευγενική παραχώρηση του Τ. Στρατηγόπουλου

Αρχαιολογία

Η τελευταία ενότητα θα εξετάσει κριτικά τη «στράτευση» της επιστήμης της αρχαιολογίας, όπως επίσης και την εμβληματική χρήση των αρχαιοτήτων για τη δημιουργία τοπικών ταυτοτήτων. Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή υλοποιήθηκαν από Ευρωπαίους. Οι «εξορυκτικές» πρακτικές της αρχαιολογικής ανασκαφής και της μουσειακής έκθεσης αντικειμένων που θεωρούνται υποδειγματικά έργα (δυτικής) τέχνης από Έλληνες θα παίξουν κεντρικό ρόλο στη συμβολική απαλλοτρίωση της γης (στην επικράτεια της «Ευρώπης» και τη διαγραφή οθωμανικών/τοπικών νοημάτων και ιστοριών. Η αλλαγή των οθωμανικών τοπωνυμίων σε αρχαία ελληνικά, η ανέγερση μοντέρνων αγαλμάτων που βασίζονται σε αρχαιοελληνικές μυθικές φιγούρες, η χρήση της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής για κτίρια που ενσαρκώνουν δυτικά πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά ιδεώδη (ωδείο, τράπεζες, τηλεγραφείο, δημοτικά κτίρια), η αναζήτηση για την αρχαία Ιωλκό και το «σανδάλι» του Ιάσονα, βασίστηκαν σε και φυσικοποίησαν ευρωπαϊκούς Λόγους (Οριενταλισμός, θεωρίες της φυλετικής ανωτερότητας). Θα διερευνήσουμε επίσης τον ρόλο των πολλών «ευεργετών» στην πόλη - Ελλήνων μεταναστών από το Πήλιο (Ζαγορά, Πορταριά κ.λπ.), που έφεραν πίσω τον πλούτο που συσσωρεύτηκε στην Αίγυπτο (βαμβάκι, τράπεζες) μαζί με την κουλτούρα της ευρωπαϊκής/λευκής υπεροχής (λέσχες, υπηρέτριες), χρηματοδότησαν «ναούς» της νεωτερικότητας - το αρχαιολογικό μουσείο και το νοσοκομείο, και τα δύο σε νεοκλασικό στιλ- και συνεχίζουν να μνημονεύονται ως ευεργέτες της πόλης/έθνους, όπως διαφαίνεται και από τα ονόματα των δρόμων της πόλης. Τέλος, θα αναλογιστούμε το πώς δυτικές κατασκευές του αρχαιοελληνικού παρελθόντος έχουν ευρέως χρησιμοποιηθεί για να στηρίξουν ιδεολογίες περί λευκής υπεροχής, διαμέσου της περίπτωσης ενός Νεολιθικού «Μεγάρου», που ανασκάφηκε κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής, καθώς και την εργαλειοποίηση των παραποιημένων ανασκαφικών δεδομένων από τους Ναζί.


Εικόνα: Φωτογραφία των διάσημων επιτυμβίων στηλών της Αρχαίας Δημητριάδος, που ανασκάφηκαν από τον Α. Αρβανιτόπουλο (1907-1914) στις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου (περ. 1917). Από την έκδοση του βιβλίου του Γραπταί Στήλαι Δημητριάδος- Παγασών, του 1928.

Η ομάδα

Ιδέα, κείμενο, έρευνα & παραγωγή: Πηνελόπη Παπαηλία

Έρευνα & παραγωγή: Γεωργία Παβέλη

Έρευνα και σχεδιασμός της αντι-ξενάγησης (Πολεοδομία): Δέσπω Κασσάνδρου - Εύη Θεοδωροπούλου - Εύη Τριανταφύλλου 

Έρευνα και σχεδιασμός της αντι-ξενάγησης (Σιδηρόδρομος): Ορέστης Μπεφάνης - Βούλα Μπούλιου - Δήμητρα Μοροσού - Νίνο Μτσεντλιντζέ 

Έρευνα και σχεδιασμός της αντι-ξενάγησης (Kυνήγι): Φωτεινή Κίτου - Χρήστος Λύκας - Έρικα Τσιουκαντάνα 

Έρευνα και σχεδιασμός της αντι-ξενάγησης (Aρχαιολογία): Γιούλη Μπακάμη - Μιχάλης Παναγιωτόπουλος - Ζωή Τατάκου

Γραφιστικά: Χρύσα Τσαρούχα-Λιώτη