Υβριδικές ταυτότητες και ελληνικότητα: ένα φαινόμενο σε εξέλιξη

Υβριδικές ταυτότητες και ελληνικότητα: ένα φαινόμενο σε εξέλιξη

Φοιτήτριες και φοιτητές από τρία περιφερειακά Πανεπιστήμια συζητήσαμε μεταξύ μας για το θέμα των υβριδικών ταυτοτήτων στην Ελλάδα του σήμερα έχοντας ως σημείο αφετηρίας το μεταναστευτικό υπόβαθρο των περισσότερων μελών της ομάδας. 

Νιώθουμε κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας; Με ποιους τρόπους έχουμε αναπτύξει δεσμούς με τη χώρα; Πώς μας αντιμετωπίζει το κράτος; Πώς (αυθαίρετα) μας φαντάζεται η ελληνική κοινωνία, αλλά και πώς αντιλαμβανόμαστε εμείς την ελληνικότητά μας. Πώς η υβριδική μας ταυτότητα επηρεάζει την ένταξή μας στην ελληνική κοινωνία, αλλά και πώς συνεχώς βρίσκεται σε μια διαδικασία ανατροφοδότησης από αυτήν; Ποια τα προβλήματα που προκύπτουν και ποιοι οι αποκλεισμοί που βιώνουμε λόγω της “ετερότητας” μας, που συχνά οδηγεί σε στερεότυπα και προκαταλήψεις;   Η συζήτηση, πέρα από τον προβληματισμό που θέλησε  να δημιουργήσει σχετικά με τις μορφές ετερότητας που «χωράνε» στον τρόπο που σκεφτόμαστε σήμερα την ελληνικότητα, προσπάθησε να εγείρει έναν αναστοχασμό σχετικά με το τι σημαίνει τελικά να κατάγεσαι από κάπου και στο πώς αυτή η «εμμονή» της καταγωγής δυσχεραίνει ή διευκολύνει την συμβίωση των ανθρώπων.

Πώς γίνεσαι Έλληνας/Ελληνίδα;

Σε αυτήν την θεματική τέθηκαν ερωτήματα σχετικά με την ελληνικότητα με τη συζήτηση να ανοίγουν ερωτήσεις που καλούνται να απαντήσουν οι μετανάστες-μετανάστριες κατά τη διαδικασία της πολιτογράφησης. Σκοπός ήταν να αναδειχθεί το πόσο προβληματική μπορεί να είναι η συνθήκη της εξέτασης. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

Ποια η έκταση της Ελλάδας; 

Να περιγράψετε με 30 λέξεις τι είναι «η Σάρισα» και τι είναι «η Στάση του Νίκα»

Να αντιστοιχίσετε τα «τηλεοπτικά ζευγάρια» του ελληνικού κινηματογράφου:

Ποια είναι η πιο γνωστή παλαιολιθική θέση της Ελλάδας, όπου  βρέθηκε το παλαιότερο ανθρώπινο λείψανο; 

Ερωτώμενες για το κατά πόσο νιώθουμε Ελληνίδες, αλλά και το πώς αντιλαμβανόμαστε τα άτομα πρώτης ή δεύτερης γενιάς μεταναστών-μεταναστριών την καταγωγή μας, πώς αυτοπροσδιοριζόμαστε και τι συναισθήματα προκαλούνται όταν χρειάζεται να κρύψουμε την ταυτότητά μας η Εντουένα απάντησε ως εξής: 

«Όταν βρεθώ σε έναν καινούργιο χώρο με άγνωστους προς σε εμένα ανθρώπους και χρειαστεί να συστηθώ, αφού λοιπόν αναφέρω πως με λένε Εντουένα, αμέσως μετά, σχεδόν πάντα ακολουθεί η λίγο ‘άβολη’ ερώτηση, σχετικά με την καταγωγή μου. Την χαρακτηρίζω ως άβολη καθώς μην γνωρίζοντας τις απόψεις του ανθρώπου που έχω απέναντί μου για το θέμα της μετανάστευσης, πολλές φόρες δυσκολεύομαι να πω πως η καταγωγή μου είναι από την Αλβανία, μια χώρα η οποία δυστυχώς είναι συνδεδεμένη με τόσες στερεοτυπικές απόψεις.  Αγαπώ την Ελλάδα, την θεωρώ πατρίδα μου, αδυνατώ να σκεφτώ την ζωή μου μακριά της, στενοχωριέμαι όταν ακούω αρνητικές απόψεις για αυτήν και την υπερασπίζομαι στο έπακρο. Ωστόσο πολλές φόρες δυσανασχετώ να δηλώσω Ελληνίδα, καθώς φοβάμαι να μην προκαλέσω σχόλια με την δήλωση μου αυτή. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο όταν χρειαστεί να αυτοπαρουσιαστώ δηλώνω ότι είμαι παιδί μεταναστών από την Αλβανία, ότι ζω στην Ελλάδα από 2 μηνών και ότι κατέχω την ελληνική υπηκοότητα, με αυτόν τον τρόπο αναφέρω και τις 2 μου ταυτότητες».

Ενώ η Κριστιάνα πρόσθεσε:

«Φυσικά και θεωρώ τον εαυτό μου Ελληνίδα.  Η Ελλάδα είναι ο τόπος που γεννήθηκα, μεγάλωσα, πήγα σχολείο και δημιούργησα φιλίες. Όλες οι γεύσεις, τα αρώματα και οι τόποι που με έχουν διαμορφώσει είναι ελληνικά. Δυστυχώς όμως, αν και γεννημένη στην Ελλάδα και έχοντας αφάνταστη αγάπη για την πατρίδα μου, το να αποκτήσω την ελληνική ιθαγένεια δεν ήταν εύκολο. Το ελληνικό κράτος είναι παγερά αδιάφορο απέναντι στο γεγονός ότι γεννήθηκα εδω  από τη στιγμή που οι δυο γονείς μου είναι από την Αλβανία. Όπως καταλαβαίνεις για να αποκτήσω το δικαίωμα της κατοχής της ελληνικής ιθαγένειας – δικαίωμα αυτονόητο σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη –  έπρεπε να ακολουθήσω μια πολυετή, επίπονή και γραφειοκρατική διαδικασία προκειμένου να αποδείξω στα χαρτιά ότι ‘αξίζω’ να πάρω την πολυπόθητη ελληνική ιθαγένεια».

Σημαντική στιγμή των ατόμων πρώτης ή δεύτερης γενιάς μεταναστών-μεταναστριών είναι η διαδικασία της πολιτογράφησης για την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας, μία κουραστική, ψυχοφθόρα και κοστοβόρα  διαδικασία για το υποψήφιο άτομο. Πολλά παιδιά μεταναστών έχουν χρειαστεί, ενώ έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, να δώσουν τις εξετάσεις και έχει τύχει αρκετά παιδιά να πάρουν την ιθαγένεια, ενώ οι γονείς τους όχι. Σημαντικό είναι να επισημάνουμε πως ακόμα και να πετύχει κάποιο στις εξετάσεις μπορεί η αίτησή του να απορριφθεί, καθώς πλέον έχουν θεσπιστεί και οικονομικά κριτήρια για την απόκτηση της πολιτογράφησης, δηλαδή το υποψήφιο πρέπει να έχει ένα συγκεκριμένο ετήσιο εισόδημα.

Η περίπτωση της Κριστιάνας συμπυκνώνει μια εμπειρία που έχει γίνει κοινός τόπος για τους μετανάστες-μετανάστριες:

«Όσον αφορά τη διαδικασία απόκτησης ιθαγένειας για εμάς, τα παιδιά μεταναστών, θεωρώ πως είναι άκρως προσβλητικό και υποτιμητικό να πρέπει να αποδείξω ότι είμαι Ελληνίδα, κι ας έχω γεννηθεί στο κέντρο της Αθήνας. Παρόλα τα αρνητικά μου συναισθήματα και την πίκρα που νοιώθω, έπρεπε αναγκαστικά να περάσω εγώ και η οικογένεια μου από αυτή τη διαδικασία. Έχω να πω πως Ελληνίδα έγινα μετά κόπων και βασάνων. Οι γονείς μου ξεκίνησαν τη διαδικασία συλλογής των δικαιολογητικών περίπου το 2011. Αλλά ο δρόμος είχε πολλά εμπόδια. Από τη μια πέφταμε συνεχώς σε μεταφραστικά λάθη από τις δημόσιες υπηρεσίες, κάτι που έπρεπε να διορθώσουν αργότερα οι γονείς μου, αλλά και επίσης αντιμετωπίσαμε και την απώλεια του κατατεθειμένου φακέλου μου. Φυσικά όλα αυτά τα λάθη που έπρεπε να διορθωθούν καθυστερούσαν τη διαδικασία. Από την άλλη, εκτός από την ελληνική γραφειοκρατία, αντιμετώπισα και την άρνηση της πολιτείας. Αυτή η εξέλιξη με αποθάρρυνε παντελώς και είχα πεισθεί μέσα μου πως ίσως ποτέ δεν θα αποκτούσα την ιθαγένεια. Μόνο η σκέψη πως δεν θα μπορούσα να ασκήσω τα πολιτικά μου δικαιώματα, με γέμιζε οργή. Τελικά, επί κυβέρνησης Τσίπρα κατάφερα το 2016 να πάρω την πολυπόθητη ιθαγένεια».

Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που επισημάνθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης ήταν η σημασία των όρων «ιθαγένεια» και «υπηκοότητα», καθώς προκαλούν σύγχυση. Οι δύο όροι είναι ταυτόσημοι. Παρόλα αυτά, συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας καλλιεργούν συστηματικά την πεποίθηση ότι το ελληνικό κράτος δίνει υπηκοότητα και όχι ιθαγένεια, υπονοώντας ότι οι έχοντες υπηκοότητα δεν είναι στον ίδιο βαθμό «Έλληνες» με εκείνους που έχουν την ιθαγένεια.  

Καινούριες ταυτότητες

Στην συνέχεια, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην έννοια της ταυτότητας και στους τρόπους που κατασκευάζεται.  Η ταυτότητα είναι κάτι που φτιάχνεται συνειδητά ή κάτι που διαμορφώνεται ασυνείδητα βάσει των εμπειριών και των καταβολών ενός ατόμου; Η υβριδική ταυτότητα, στην περίπτωση μας, πλάθεται μέσα από τη σύγκρουση ή τη μίξη στοιχείων από διαφορετικούς πολιτισμούς; Σίγουρα, η διαμόρφωση ή/και ο σχηματισμός μιας τέτοιου τύπου ταυτότητας, δεν μπορεί παρά να είναι μια διεργασία που συνεχώς αλλάζει, με βάση τόσο το πώς το ίδιο το υποκείμενο αντιλαμβάνεται και αναγνωρίζει τον εαυτό του στον κόσμο, τις μνήμες, τις εμπειρίες και τα ερεθίσματά του, όσο και μέσα από την αντιπαραβολή του με τους άλλους. Η αντίληψη της ύπαρξης του «άλλου», είναι η απαρχή της συνειδητοποίησης της ύπαρξης σου άρα και του προσδιορισμού της ταυτότητάς σου. 

Η Εντουένα σχετικά με αυτό είπε: 

 «Όντας παιδί μεταναστών, ανέκαθεν είχα δυο πατρίδες. Τυπικά εφόσον βρίσκομαι με το ένα πόδι στην Ελλάδα και με το άλλο στην Αλβανία, θα μπορούσε κανείς να πει πως έχω διπλή ταυτότητα. Ωστόσο, η Ελλάδα και η Αλβανία είναι δυο βαλκανικές χώρες, οι οποίες έχουν πάρα πολλά κοινά, Έχοντας ταξιδέψει αρκετές φορές στην Αλβανία πάντα νιώθω πόσο κοντά είμαστε οι δυο λαοί. Ο τρόπος που διασκεδάζουμε, τα φαγητά που τρώμε, η αγάπη μας για την οικογένεια και τους φίλους μας, το μεσογειακό μας ταπεραμέντο, αλλά και κάποιες λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά, είναι τόσο παρόμοιες που δεν νιώθω πως βρίσκομαι ανάμεσα σε κάποιο δίπολο. Επομένως, αυτά τα πολιτισμικά στοιχεία που μοιράζονται οι δυο αυτές χώρες, δεν με κάνουν να νιώθω να αμφιταλαντεύομαι μεταξύ δυο ταυτοτήτων».

Αρκετές φορές, η αντιμετώπιση των “ντόπιων” προς τους ανθρώπους που έχουν μεταναστεύσει από μια άλλη χώρα, προκαλεί στους ίδιους συναισθήματα διαφοροποίησης και επιβάλλει μια διαδικασία επεξεργασίας της ταυτότητάς τους.  Η κατασκευή μιας υβριδικής ταυτότητας δεν προκύπτει μόνο από το γεγονός ότι το υποκείμενο νιώθει ότι αποτελείται από ένα συνονθύλευμα στοιχείων που έχει διαμορφώσει το ίδιο, αλλά πολλές φορές υποβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες, σε μία διαδικασία ακύρωσης κάποιων χαρακτηριστικών της ταυτότητας του και σε μία επιβεβλημένη διαδικασία εύρεσης νέων στοιχείων. 

Για παράδειγμα η Κριστιάνα και η Νίνο μίλησαν για το ποια είναι η αντιμετώπιση τους από τους/τις Έλληνες/ Ελληνίδες, όταν βρίσκονται στη χώρα και στο ποια είναι η  αντιμετώπισή τους, όταν πάνε στην Αλβανία και στη Γεωργία αντίστοιχα. Όταν βρίσκονται στη χώρα από την οποία μετανάστευσαν, αναγνωρίζονται ως «Ελληνίδες» ενώ στην Ελλάδα ως «ξένες». Όπως αναφέρθηκε «Μια διαρκής πάλη. Ποια είμαι; Τελικά πόσο σημασία έχει; ….. Οι δύο ταυτότητες γίνονται μέσα στο χρόνο ασυναίσθητες πολλές φορές».

Ορατότητα – Αποκλεισμοί

Στην επόμενη θεματική, της «ορατότητας και των αποκλεισμών», συζητήθηκε το τι σημαίνει η ορατότητα, καθώς και η σχέση της με την ταυτότητα. Μέσα από κατάθεση σκέψεων και εμπειριών, αναδεικνύονται προβλήματα στην καθημερινότητα που επιφέρει η διαφορετική καταγωγή ενός ατόμου.

Άτομα με διαφορετική εμφάνιση από την συνηθισμένη «ελληνική», γίνονται άμεσα αντιληπτά ως κάτι ξένο, διαφορετικό ή/και εξωτικό. Και λόγω αυτού, το άτομο καταλήγει θύμα ρατσισμού και σεξισμού.   

H περίπτωση της Χίλμα από την Κολομβία είναι χαρακτηριστική:  

«Θεωρώ πως η Κολομβία σαν χώρα αλλά κυρίως οι γυναίκες από την Κολομβία στα μάτια των Ελλήνων φαντάζει κάτι πολύ εξωτικό αλλά και πολύ σεξουαλικά ποθητό. Όλες οι Κολομβιανές είναι πανέμορφες γυναίκες αλλά και με πολλές άλλες χάρες. Άρα ναι, υπάρχει  σεξουαλικοποίηση όσον αναφορά την Κολομβία και τις Λατίνες γενικότερα»

Η διαφορετική αντιμετώπιση Ελλήνων και Ελληνίδων προς τους ανθρώπους που μεταναστεύουν από την Νότια Δύση (π.χ. Νότια Αμερική) σε σχέση με αυτούς από την Ανατολή είναι εμφανής. Όχι μόνο, τα σύνορα της χώρας είναι ανοιχτά προς τη Δύση, αλλά στην περίπτωση των θηλυκοτήτων π.χ. από την Νότια Αμερική, είναι έκδηλη η σεξουαλικοποίησή τους. Φυσικά στην περίπτωση των σωμάτων από την Ανατολή ο  χαρακτηρισμός τους ως μιαρά και ανάξια για ζωή σε καθεστώς πχ. προσφυγιάς δεν ακυρώνει σε πολλές περιπτώσεις και παράλληλες διαδικασίες σεξουαλικοποίησης

Η ύπαρξη στερεοτύπων και ο ρατσισμός, οδηγούν σε διάφορα προβλήματα και αποκλεισμούς. Κάποιοι εξ’ αυτών και στον χώρο της εκπαίδευσης, οι οποίοι θίγονται μέσα από τις εμπειρίες των ομιλητριών, όπως είναι το ίσο δικαίωμα στην ένταξή τους στα Πανεπιστήμια.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εμπειρία της Χριστίνας η οποία, ενώ σπούδαζε Φιλολογία δίνοντας Πανελλαδικές εξετάσεις, το Πανεπιστήμιο της επέβαλλε να διδαχθεί μαθήματα Νέας ελληνικής γλώσσας στα πλαίσια των μαθημάτων ξένων γλωσσών, καθώς δεν είχε πάρει ακόμη την ελληνική υπηκοότητα. 

Αλλάζει η κοινωνία;

Τον κύκλο των θεματικών κλείνει η συζήτηση για το αν αλλάζει η ελληνική κοινωνία, καθώς και η νέα γενιά απέναντι στο φαινόμενο αυτό. Πώς βλέπουν οι συμμετέχουσες τις μέχρι τώρα συνθήκες και τι μπορεί να γίνει, ώστε τα διάφορα προβλήματα και αντιξοότητες να δώσουν την θέση τους στη συνύπαρξη και τον αλληλοσεβασμό;

Οι απαντήσεις και οι απόψεις στα παραπάνω ερωτήματα έκρυβαν τόσο μια αισιόδοξη οπτική, όσο και μια απαισιόδοξη από την πλευρά όσων συμμετείχαν. Η ελληνική κοινωνία σήμερα, σε σχέση με το παρελθόν, έχει σημειώσει βήματα προόδου ως προς την αποδοχή και την συμπεριφορά προς τις/τους μετανάστριες/-στες. Η νέα γενιά είναι πολύ πιο ανεκτική από τις προηγούμενες, καθώς τόσο οι συνθήκες, όσο και το διαδίκτυο για παράδειγμα, φέρνουν τους ανθρώπους και τους πολιτισμούς πιο κοντά.

Παρ’ όλ’ αυτά, πέρα από τον φανερό ρατσισμό που αναγνωρίζεται εύκολα, υπάρχει και ο «λανθάνων ρατσισμός». Ο ρατσισμός που μπορεί να τον συναντήσεις καθημερινά και που θα επηρεάσει τον μετανάστη και τη μετανάστρια, χωρίς καν να γίνει ευρύτερα αντιληπτός. Ακόμα τα ίδια τα άτομα  με μεταναστευτικό υπόβαθρο λόγω της ανάγκης να μην προσλαμβάνονται ως «άλλοι», δεν μπορούν συχνά να διακρίνουν ρατσιστικές συμπεριφορές ή επεισόδια. Αν κάποιος/α/ο φοβάται, ντρέπεται ή έχει αποφύγει να δηλώσει αυτό που είναι, αποτελεί αναμφίβολα θύμα ρατσισμού.

Σημαντικός παράγοντας για τα παραπάνω ζητήματα, είναι η παιδεία. Η αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και διάφορες δράσεις που μπορούν να πραγματοποιηθούν, είναι κάποιες από τις ενέργειες που μπορούν να έχουν αποτέλεσμα. Τέλος, οι ίδιοι οι δεσμοί και οι σχέσεις των μεταναστών-μεταναστριών με τον νέο τόπο καταγωγής και τους ανθρώπους του, είναι η απάντηση για το μέλλον. Αυτές οι αμφίδρομες σχέσεις, μπορούν συλλογικά να βελτιώσουν τις ζωές όλων.

Πέρα από την συζήτηση και τις παραπάνω θεματικές, ενδιάμεσα παρουσιάστηκαν τρία έργα:

Στο τέλος υπήρξε συμμετοχή από το κοινό, με τη μορφή ερωτήσεων προς τις συμμετέχουσες, αλλά και με την παράθεση απόψεων και σκέψεων.

Ομάδα εργασίας: 

  • Παν. Μακεδονίας (Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, ΠΜΣ Ιστορία, Ανθρωπολογία, Πολιτισμός στην Αν. και ΝΑ Ευρώπης)Χριστίνα Γκρομπάλλι, Εντουένα Κουμρία
  • Παν Θεσσαλίας (Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοιν. Ανθρωπολογίας) Φωτεινή Κίτου, Μιχαέλα Κώστογλου, Δήμητρα Μοροσού, Νίνο Μτσεντλιντζέ
  •  Παν. ΙωαννίνωνYing Li (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Παν. Ιωαννίνων), Νίκος Μπαχτής  (Τμήμα Μουσικών Σπουδών), Κριστιάνα Ντίνη (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας), Χίλμα Σοφτά (Τμήμα Μουσικών Σπουδών)