Περιοδικό Güleryüz, Κωνσταντινούπολη, c. 1922*

«Όλοι ξέρουμε τη διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Ρωμιών»: Οι οθωμανικές αντιλήψεις απέναντι στη σύνδεση των Ελλήνων με την αρχαιότητα

«Όλοι ξέρουμε τη διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Ρωμιών»: Οι οθωμανικές αντιλήψεις απέναντι στη σύνδεση των Ελλήνων με την αρχαιότητα

Περιοδικό Güleryüz, Κωνσταντινούπολη, c. 1922*

Του Λεωνίδα Μοίρα

Παρ’ όλο που ο φιλελληνισμός υπήρξε ένα φαινόμενο σύνθετο με πολλές αναγνώσεις, είναι δύσκολο να παραγνωρίσει κανείς τη συμβολή του στην καθιέρωση της αντίληψης σχετικά με την αναγνώριση του ένδοξου παρελθόντος της αρχαίας Ελλάδας και την ανάγκη αποκατάστασης της «νέας Ελλάδας» που τελούσε υπό τον «τουρκικό ζυγό». Τα λογοτεχνικά κείμενα και οι προσωποποιήσεις της Ελλάδας που παρήχθησαν κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αι. καλλιεργούσαν το μοτίβο της αντίθεσης ανάμεσα στην Ημισέληνο και στο Σταυρό, δηλαδή ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση ή στον πολιτισμό και στη βαρβαρότητα.

Οι αντιλήψεις αυτές υιοθετήθηκαν από τους ριζοσπάστες εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι είχαν στρατευθεί στην υπόθεση της προώθησης της ιδέας του έθνους και στη ρήξη των δεσμών με το οθωμανικό πλαίσιο εξουσίας. Την ίδια περίπου περίοδο οι φιλελεύθεροι Έλληνες λόγιοι άρχισαν να χρησιμοποιούν τους όρους  «τύραννος», «τυραννικός» και «δεσποτικός» προκειμένου να περιγράψουν τον οθωμανό σουλτάνο και την οθωμανική εξουσία. O σουλτάνος, ο Μεγάλος Αυθέντης, όπως αποκαλούνταν από το Πατριαρχείο και τους «νομιμόφρονες» ορθόδοξους υπηκόους, ήταν τυραννικός επειδή η εξουσία του χαρακτηριζόταν από πάθη και συμφέροντα, ενώ το καθεστώς του ήταν δεσποτικό, επειδή δεν βασιζόταν στο πνεύμα των νόμων. Οι όροι αυτοί είχαν ενταχθεί στη ρητορική των εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού μετά από την καθιέρωσή τους στην ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη από τον Μοντεσκιέ και ήταν συμβατοί με τα οριενταλιστικά στερεότυπα της Δύσης και τα αρνητικά σημαινόμενα της λέξης «Τούρκος».

Στη σκέψη των λογίων, οι νεότεροι Έλληνες ήταν φορείς και κοινωνοί των αξιών της Δύσης, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί υπό την επίδραση της αρχαιότητας. Τα ήθη και τα έθιμα, η παρουσία αρχαίων μνημείων και η πυκνότητα των ελληνόφωνων πληθυσμών που ζούσαν στο νοτιοανατολικό άκρο της Βαλκανικής Χερσονήσου, όπου είχε ανθήσει ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, αποτελούσαν «απόδειξη» όσον αφορά στους δεσμούς μεταξύ των αρχαίων και νεότερων Ελλήνων, γεγονός που νομιμοποιούσε την επανάσταση εναντίον του «ασιάτη δυνάστη». Η αρχαιότητα, εξάλλου, πρόσφερε αρκετές αλληγορίες και προσλαμβανόταν ως αρχέτυπο της αναμέτρησης μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Όπως, άλλωστε, παρατήρησε εύστοχα η Χρ. Κουλούρη, τη σύγκριση μεταξύ της Ελληνικής Επανάστασης και των Περσικών Πολέμων τη συναντάμε στη διακήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» και σε πολλές αναπαραστάσεις στη φιλελληνική τέχνη.

Οι Οθωμανοί από την πλευρά τους εξέλαβαν την Ελληνική Επανάσταση ως «συλλογική στάση του μιλλετίου των Ρωμιών» και ως ανταρσία με θρησκευτικό και εθνοτικό υπόβαθρο. Παρ’ όλα αυτά, στα τεκμήρια και στις χρονογραφίες που συντάχθηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης, οι οθωμανοί αξιωματούχοι και διανοούμενοι χρησιμοποίησαν τον όρο «Yunan», Έλληνες, προκειμένου να αναφερθούν στους υπηκόους τους που πλέον αυτοπροσδιορίζονταν με αυτήν την ονομασία.

Ο όρος αυτός προερχόταν από την ισλαμική παράδοση της Εγγύς Ανατολής και είχε χρησιμοποιηθεί τον 17ο αιώνα από τον διάσημο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή στο «Οδοιπορικό» του, προκειμένου να χαρακτηριστούν οι αρχαίοι Έλληνες. Με την ίδια σημασία χρησιμοποίησε τον όρο ο εγκυκλοπαιδιστής Κιατίπ Τσελεμπή στην «Ιστορία των {Αρχαίων} Ελλήνων, Ρωμαίων και Χριστιανών, 1665», καθώς και ο μουφτής της Αθήνας Μαχμούτ Εφέντης στο έργο του «Ιστορία της Πόλης των Φιλοσόφων» (1738). Επίσης, ο Εβλιά Τσελεμπή χρησιμοποίησε τον όρο «ελληνική γλώσσα» (lisan-i Yunan), προκειμένου να αναφερθεί στη γραπτή της μορφή και μάλιστα στην επιγραφική της χρήση κατά την αρχαιότητα.

Αρκετοί οθωμανοί σουλτάνοι και αξιωματούχοι έτρεφαν θαυμασμό για την αρχαία Ελλάδα, δηλαδή για τη γεωγραφική περιφέρεια που ανήκε στην επικράτειά τους και στην οποία κάποτε είχε ανθήσει ένας θαυμαστός πολιτισμός. O Μωάμεθ ο Πορθητής επισκέφτηκε την Ακρόπολη καθώς περνούσε από την Αθήνα κατά την επιστροφή του από την εκστρατεία στην Πελοπόννησο το 1458. Εκεί εντυπωσιάστηκε «από τα ερείπια και τα λείψανα» και αποφάσισε να χορηγήσει φορολογικά προνόμια στους κατοίκους των Αθηνών.[1] Επιπλέον, ο Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς, γνωστός στην ελληνική ιστοριογραφία ως Κιουταχής, σε αναφορά που συνέταξε προς την Υψηλή Πύλη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Αθηνών, έγραφε τα ακόλουθα: «Το φρούριον της Αθήνας […] είναι τόπος παλαιότατος και παλαιόθεν εκβήκαν εξ’ αυτού πολλοί φιλόσοφοι [..] τα τεχνικά της αρχαιότητος έργα που έχει το φρούριον, προξενούσι θαυμασμός εις τους πεπαιδευμένους Ευρωπαίους».[2]

Παρά τις παραπάνω αναφορές, με τις πηγές που έχουμε έως τώρα στη διάθεσή μας, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν κατά τη διάρκεια του Εικοσιένα οι Οθωμανοί είχαν κατανοήσει το ιδεολογικό υπόβαθρο της σύνδεσης των Ελλήνων με το αρχαίο παρελθόν και την πολιτικοποίηση των φιλελληνικών αισθημάτων των Ευρωπαίων, λόγω του θαυμασμού προς την αρχαία Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, μετά από την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, οι Οθωμανοί ονόμασαν το νέο κράτος «Yunanistan» και τους υπηκόους του «Yunan», όρους τους οποίους ως πρότινος χρησιμοποιούσαν για να αναφερθούν στους αρχαίους Έλληνες, ενώ οι ορθόδοξοι υπήκοοι της αυτοκρατορίας συνέχιζαν να αποκαλούνται «Rum». Αυτή ήταν μια «βολική» και απαραίτητη γλωσσική και ιδεολογική επιλογή για μια αυτοκρατορία που είχε μεγάλους ορθόδοξους πληθυσμούς στα εδάφη της.

Μετά από την ίδρυση του ανεξάρτητου βασιλείου, ο ελληνικός Τύπος συνέχιζε να αναπαράγει αρνητικά στερεότυπα για «το σαθρό οικοδόμημα της Τουρκίας που στηριζόταν στη τραχιά βία και στην αυθαιρεσία», διεκδικώντας τα πρωτεία του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή, τη στιγμή μάλιστα που η Οθωμανική Αυτοκρατορία έμπαινε στην εκσυγχρονιστική διαδικασία του Τανζιμάτ. Ο κίνδυνος διείσδυσης του ελληνικού εθνικισμού στην αυτοκρατορική επικράτεια και η προσπάθεια των Ελλήνων να κερδίσουν την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων στα «δίκαια αιτήματά τους ενάντια στον ασιάτη δυνάστη» δημιούργησε στους Οθωμανούς την ανάγκη να αποδομήσουν τη σύνδεση των (νεο)Ελλήνων με την αρχαιότητα, να αποκαλύψουν τον «συνωμοτικό» ρόλο των Φιλελλήνων και να αναδείξουν την ελευθερία και τη δικαιοσύνη με την οποία διοικούσαν τους μη μουσουλμάνους υπηκόους τους.

Ο Μουσταφά Ρεσίτ Πασάς σε συνάντηση που είχε με τον γάλλο υπουργό εξωτερικών Γκιζό το Μάρτιο του 1844 σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι

 

η Αγγλία  και  η Γαλλία τρέφουν θαυμασμό προς την αρχαία Ελλάδα, εξαιτίας της παιδείας και της ιστορίας της και πρόσθεσε ότι «στην Ευρώπη η φιλελληνική ομάδα (muhibb-i Yunan takımı) επαινεί και εγκωμιάζει τις εσωτερικές κινήσεις της Ελλάδας και την πρόοδό της και με διάφορα δημοσιεύματα και διαδόσεις προκαλεί τον οίκτο για τους χριστιανούς υπηκόους που ζουν στο Υψηλό Κράτος […] σε περίπτωση λοιπόν εξέγερσης των [Ρωμιών] υπηκόων μας η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη θα ξεσηκωθεί και θα πάρει το μέρος των Ελλήνων πιέζοντας τις κυβερνήσεις της».[3]

 

Λίγα χρόνια αργότερα ο Φουάτ Πασάς, μετά από την καταστολή των εξεγέρσεων στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία το 1854, στην προσπάθειά του να «κόψει το νήμα των Ελλήνων με την αρχαιότητα» τόνισε πως:

 

Οι ευρωπαίοι ποιητές με ποιήματα που αφιέρωσαν σε αυτό το βασίλειο, ήλπισαν ότι θα αναστήσουν ένα έθνος που έχει χαθεί δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Θέλοντας να αναστήσουν τον Όμηρο και τον Αριστοτέλη, προκάλεσαν τη δημιουργία μιας εστίας αναρχίας, συνωμοσίας και ληστείας. Το Υψηλό Κράτος μπορεί να βρει ικανούς αξιωματούχους μεταξύ των Ρωμιών, ωστόσο το πνεύμα της ελληνικότητας στη φύση τους θα είναι για εμάς πάντα ένας εχθρός. Παρά το γεγονός ότι μεταξύ των Ρωμιών της εποχής μας επικρατεί η διαφθορά, η έλλειψη ενημέρωσης και ο παρασιτισμός, οι αναμνήσεις μιας ένδοξης ιστορίας θα διατηρούν ζωντανή μέσα στο αναιδές αυτό έθνος, την ιδέα της επανασύστασης της Ανατολικής Αυτοκρατορίας με κάθε δόλιο μέσο. H αυτοκρατορία αυτή ονομάστηκε στα χέρια των Ελλήνων Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή όπως της ταιριάζει καλύτερα «Κατώτερη Αυτοκρατορία».[4]

 

Ο δημοσιογράφος, μεταφραστής και λόγιος Οσμάν Σενάι, στο έργο του που γράφτηκε στα τέλη του 19ου αι. και είναι αφιερωμένο στα γεγονότα του  Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι οι «Ευρωπαίοι γνωρίζουν αρκετά καλά τη διαφορά μεταξύ των Ελλήνων και των Ρωμιών, αλλά παρ’ όλα αυτά  βοήθησαν στη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα».[5]

Οι Οθωμανοί αμφισβητώντας τη σύνδεση των νεότερων Ελλήνων με την αρχαιότητα, μπορούσαν πλέον να θεωρήσουν (και) τους εαυτούς τους κληρονόμους του αρχαίου πνεύματος και μετόχους του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Χαρακτηριστικά, τα μέλη της Επιτροπής της Ένωσης και της Προόδου σχολίαζαν με αφορμή το Μακεδονικό Ζήτημα που συγκλόνιζε την αυτοκρατορία στις αρχές του 20ου αι:

Αν η Μακεδονία αποκτήσει ανεξαρτησία, αυτή θα είναι μόνο η μισή απώλεια, γιατί αν φύγει και το εμπόδιο της Μακεδονίας, θα χαθεί και η Αλβανία. Τα σύνορά μας θα φτάσουν έως τις πύλες της Κωνσταντινούπολης, η οποία θα πάψει να είναι η έδρα μιας αυτοκρατορίας. Η μεταφορά της αυτοκρατορίας μας από την Ευρώπη στην Ασία, θα μας οδηγήσει έξω από την οικογένεια των ευρωπαϊκών κρατών και θα μας υποβιβάσει σε ένα ασιατικό κράτος δεύτερης ή ακόμα και τρίτης κατηγορίας. Αυτό δεν θα σημάνει μόνο την απώλεια της επιρροής και της πολιτικής μας σημασίας, αλλά και το πέρασμα σε μια ήσσονος σημασίας πνευματική κατάσταση.[6]

 

O Λεωνίδας Μοίρας είναι εντεταλμένος διδάσκων Οθωμανικής Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας.

 

[1] Δημήτρης Καμπούρογλου, ο οποίος αντλεί από Κριτόβουλο, Ιστορία των Αθηνών, τ. Β´, Αθήνα 1890, σ. 26-27.

[2] Γενική Εφημερίς, 11.9.1826.

[3] Reşat Kaynar, Mustafa Reşid Paşa ve Tanzimat, Ankara 2010, σ. 504.

[4]Engin D. Akarlı, Belgelerle Tanzimat: Osmanlı Sadrazamlarından Ali ve Fuad Paşalarının Siayasî Vasiyyetnameleri, İstanbul 1 978, σ. 5.

[5]Osman Senai, Osmanlı – Yunan Seferi Dömeke Meydan Muharebesi, İstanbul 1315 (1898), σ. 74.

[6] Yusuf Hilkmet Bayur, Türk İnkılabı Tarihi,  İstanbul 1940, σ. 414-415.

 

* Λεζάντα εικόνας (μτφρ.: Λεωνίδας Μοίρας): Αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Ανατολία

Ελλάδα: Από που έρχεστε σε αυτήν την κατάσταση;

Στρατιώτες: Επιστρέψαμε από την Ανατολία.

Ελλάδα: Και τι είναι αυτό που φέρατε;

Στρατιώτες: Ό,τι απέμεινε από τη Μεγάλη Ιδέα.

 

Παράθεση ως: Μοίρας, Λεωνίδας. 2021 «”Όλοι ξέρουμε τη διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Ρωμιών”: Οι οθωμανικές αντιλήψεις απέναντι στη σύνδεση των Ελλήνων με την αρχαιότητα», Να Απο-αποικιοποίησουμε την Hellas ιστολόγιο, 28 Ιουλίου, <https://decolonizehellas.org/oloi-xeroume-ti-diafora-metaxy-ellinon-kai-romion-oi-othomanikes-antilipseis-apenanti-sti-syndesi-ton-ellinon-me-tin-archaiotita/>.