Από το έγκλημα πάθους στην γυναικοκτονία: η ορατότητα στον ελληνικό δημόσιο λόγο

Από το έγκλημα πάθους στην γυναικοκτονία: η ορατότητα στον ελληνικό δημόσιο λόγο

Ομάδα εργασίας του φοιτητικού δικτύου δημιούργησε και παρουσίασε σύντομο βίντεο που αποδομεί τη χρήση του όρου “γυναικοκτονία” στον ελληνικό τηλεοπτικό/ έντυπο λόγο

«Έγκλημα πάθους», «Την σκότωσε γιατί την αγαπούσε». Φράσεις όπως οι παραπάνω αποτελούν μια ρητορική η οποία αποικεί τα σώματα των θηλυκοτήτων. Στα πλαίσια της μετάβασης προς τον όρο γυναικοκτονία, εξετάζουμε αν και κατά πόσο αυτή η αλλαγή μάς φέρνει εγγύτερα στο πραγματικό διακύβευμα: την αποκαθήλωση των αρρενωποτήτων από θέσεις εξουσίας και άσκησης ελέγχου στο γυναικείο σώμα. Αντικατοπτρίζει ο χειρισμός φεμινιστικής ορολογίας από φιγούρες της δημόσιας σφαίρας μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή που συντελέστηκε εν μία νυκτί, ή πρόκειται για μια επιφανειακή συμμόρφωση ως απάντηση στις διεκδικήσεις που έχουν σκοπό να από-αποικιοποιήσουν τον πατριαρχικό αυτό λόγο μιλώντας για την έμφυλη διάσταση του εγκλήματος της γυναικοκτονίας;

Στα πλαίσια αυτού του τραπεζιού, δημιουργήσαμε και παρουσιάσαμε ένα ολιγόλεπτο βίντεο, όπου αναδεικνύεται η πορεία αλλαγής των όρων στον ελληνικό δημόσιο λόγο – από το «έγκλημα πάθους» στην «γυναικοκτονία»- και τι αυτή υποδηλώνει. 

Στην έρευνά μας αξιοποιήσαμε αποσπάσματα κυρίως από την τηλεόραση, αλλά και από τον Tύπο, και προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε τις μορφές που λαμβάνει στον δημόσιο λόγο η ιδιαίτερα απότομη μετάβαση από την εποχή του “εγκλήματος πάθους” στην εποχή της γυναικοκτονίας. Παρακάτω θα σχολιάσουμε μερικά από τα χαρακτηριστικά που παρατηρήσαμε ότι συνοδεύουν αυτή την μάλλον απότομη μετάβαση.

Έκπληξη

Παρατηρήσαμε ότι δημοσιογράφοι και πανελίστες επικοινωνούσαν με μεγάλη έκπληξη κάθε νέο περιστατικό, σαν να επρόκειτο για κάτι το πρωτοφανές. Μια τέτοια αντίδραση μπορεί να αποδοθεί, μέχρι κάποιο βαθμό, στο γεγονός ότι οι γυναικοκτονίες του παρελθόντος δεν αναγνωρίζονταν ως έμφυλα εγκλήματα και δεν άφηναν το αντίστοιχο ιστορικό ίχνος. Όταν λοιπόν ο όρος πρώτο-εισέβαλε στα πάνελ, αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως κάτι καινούργιο.

Ιδιαίτερα στις πρώτες αντιδράσεις είχαν πολύ έντονο το στοιχείο της έκπληξης και, καθώς συνέχιζαν να ξεπηδούν στην επικαιρότητα νέα περιστατικά με το ίδιο μοτίβο, άρχισαν να δημιουργούνται θεωρίες. Μήπως φταίει ο εγκλεισμός; Μήπως είναι σημάδι μιας αναδυόμενης κοινωνικής παθολογίας;

Εκείνη την περίοδο είχε αρχίσει να βοά το διαδίκτυο και τα διεθνή μέσα, και ήταν αδύνατο πλέον να αγνοείται τόσο επιδεικτικά η έμφυλη διάσταση. Ακόμη και τότε όμως, η έκπληξη των ανδρών παρουσιαστών συνέχισε να ενέχει, παραφράζοντας τον όρο της Gloria Wekker (περί λευκής αθωότητας), μια ανδρική αθωότητα. “Μα είναι δυνατόν να υπάρχουν την σήμερον ημέρα τέτοιοι άνδρες;!” Οι περισσότεροι επέλεξαν να αντιμετωπίσουν τα περιστατικά σαν μεμονωμένες παραφωνίες σε έναν σύγχρονο κόσμο ισότητας, ως δηλαδή απόρροια ενός εξουσιαστικού σχεσιακού τύπου που ανήκει στο παρελθόν και τα ίχνη του στο παρόν είναι τόσο αχνά που συχνά ξεχνάμε την ύπαρξή τους.

Παρόλο που πλέον καταδεικνύεται και η έμφυλη διάσταση, η κριτική που ασκείται παραμένει επιδερμική, χωρίς να αγγίζει καθόλου την ουσία του προβλήματος. Αντιμετωπίζοντας τις γυναικοκτονίες ως θλιβερές εξαιρέσεις που ντροπιάζουν ή/και δεν αντιπροσωπεύουν το ανδρικό φύλο, πέρα από το άμεσο και προφανές διακύβευμα του ομιλητή να υπερασπιστεί το φύλο του και συνεπώς τον ίδιο από ενδεχόμενες “μηδενιστικές” διαπιστώσεις, επιτελείται και η απομείωση της πολιτικής διάστασης του εγκλήματος.

Αμηχανία

Μονολότι όλα τα κανάλια πλέον έχουν υιοθετήσει μια κοινή γραμμή στο θέμα των γυναικτονιών, πολλοί δημοσιογράφοι εξακολουθούν να εκπέμπουν μεγάλη αμηχανία, όταν χρειάζεται να κατονομάσουν το έγκλημα. Στα αποσπάσματα που είδαμε, παρατηρήσαμε πολλές φορές το ρεπορτάζ και οι τίτλοι να μιλούν για γυναικοκτονία, και την ίδια στιγμή ο παρουσιαστής να αποφεύγει να πει την λέξη και να επικοινωνεί το περισταστικό ως δολοφονία γυναίκας, συζυγοκτονία, ή ακόμη και οικογενειακή τραγωδία.

Θεατρινισμοί

Μέσα από πομπώδεις εκφράσεις αγανάκτησης, οι αυτο-αναφλεγόμενες ανδρικές φιγούρες της τηλεόρασης, άλλοτε φυσικά, κι άλλοτε τόσο θεατρικά αφήνουν εντέχνως να φανεί η ανθρώπινη όψη τους. Γιατί ο άνδρας έχει το προνόμιο να είναι άνδρας, και να γίνεται άνθρωπος, όποτε τον συμφέρει. Και φυσικά, όταν επικοινωνεί μια τέτοια είδηση, είναι πάνω απ’ όλα άνθρωπος και οφείλει να το διατρανώσει. Αντιλαμβάνονται ότι φυσάει αέρας αμφισβήτησης, οφείλουν λοιπόν να πάρουν ξεκάθαρη θέση προτού ταρακουνήσει και τους ίδιους η αμφισβήτηση αυτή. Αγωνιούν τόσο έντονα να (απο)δείξουν ότι έχουν την ποιότητα ενός “καλού άνδρα”, ωσαν η σιωπή τους να δήλωνε την μέγιστη συνενοχή. Πρόκειται για μια απεγνωσμένη απόπειρα, η οποία, χρησιμοποιώντας μια φράση που διατύπωσε ο Saucier, “αποσκοπεί στη σωτηρία του διασώστη, κι όχι του διασωζόμενου”.

Καθόλου ασήμαντη όμως δεν είναι και η εξίσου αμήχανη διαχείριση του όρου από αρρενωπότητες του προοδευτικού χώρου, οι οποίες σπεύδουν να εξαιρέσουν τους εαυτούς τους από τους άλλους άνδρες, στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν το ηθικό τους πλεονέκτημα, προτού αυτό γίνει αντικείμενο αμφισβήτησης, προτού η αριστεροσύνη τους πάψει να αποτελεί «φυσική» απόδειξη φεμινιστικής ενσυνειδητότητας. Οι κουραστικά πολλοί προλογισμοί, το απολογητικό ύφος, ο τρόπος με τον οποίο προσέχουν την κάθε τους λέξη, φανερώνει ακριβώς ότι δεν ξέρουν γιατί και από πού μπορεί να “την πάθουν”, οπότε μοιάζει σαν να αποκρούουν συνεχώς φανταστικές μομφές.

Μερικότητα/αποσιώπηση

Φαίνεται ξεκάθαρα ότι η γυναικοκτονία στον δημόσιο λόγο, σε πρώτη φάση, ήρθε να αντικαταστήσει ως όρος το «έγκλημα πάθους». Όλα τα περιστατικά τα οποία βρέθηκαν στο προσκήνιο και στα οποία αναδείχθηκαν οι έμφυλες διαστάσεις και επικοινωνήθηκαν ως γυναικοκτονίες, αποτελούσαν δολοφονίες γυναικών από άνδρες νυν ή πρώην, συντρόφους ή συζύγους, στο όνομα του πάθους, του έρωτα, της ζήλειας. Το πολύ φρέσκο αφήγημα αδυνατεί να συμπεριλάβει παραδείγματα που δεν εμπίπτουν σε αυτήν την στενή προς το παρόν νοηματοδότηση της γυναικοκτονίας. Η ανδρική κτητικότητα και η προσπάθεια ελέγχου του γυναικείου σώματος μπορεί να προέρχεται από τον πατέρα, τον γιο, τον εγγονό, τον φίλο, τον μαστροπό, τον πελάτη σεξουαλικών υπηρεσιών, τον σωματέμπορα, τον άνδρα που ενοχλείται απλά και μόνο από την ύπαρξη θηλυκοτήτων και την μερική ελευθερία τους.

Από την πλήρη αποσιώπηση περιστατικών με θύματα σεξεργάτριες και αλλοδαπές γυναίκες, μέχρι την διαπραγμάτευση ορισμένων περιπτώσεων, όπως η δολοφονία μιας γυναίκας τρίτης ηλικίας, καταλαβαίνουμε ότι ο χειρισμός του όρου παραμένει ελάχιστα συμπεριληπτικός με τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βαθιά σεξιστικός, αλλά και ρατσιστικός. Από αυτόν τον τρόπο εξαιρείται μια σεξεργάτρια, καθώς οι «ελαφρές» ηθικές της αξίες και η φθαρμένη πιθανά όψη της δεν αρμόζουν στην όψη ενός θύματος· μια μουσουλμάνα, καθώς η κουλτούρα της είναι συνυφασμένη με την γυναικεία «υποταγή»· μια ηλικιωμένη, καθώς πρόκειται για μια παρηκμασμένη θηλυκότητα, που έπαψε προ πολλού να θυμίζει γυναίκα. Τέλος, φαίνεται ότι είναι μάλλον πολύ νωρίς για τα κυρίαρχα μέσα να ανά-νοηματοδοτήσουν τη βία από γυναίκα προς γυναίκα υπό το πρίσμα της πατριαρχικής κοινωνικοποίησης, να την δουν δηλαδή ως μια άλλη έκφραση της ανδρικής εξουσίας.

Έτσι, αντιλαμβανόμαστε ότι πολλές περιπτώσεις εξακολουθούν να μην αφήνουν ιστορικό ίχνος. Ωστόσο, σε αντίθεση με το παρελθόν, σήμερα υπάρχουν φεμινιστικές οργανώσεις, συλλογικότητες, κινήματα που δίνουν τον δικό τους αγώνα για να μην θαφτούν αυτές οι υποθέσεις, καθώς και γυναίκες- ατομικότητες που βρίσκουν το θάρρος να μιλήσουν, να βγουν μπροστά (αυτόνομα) σε κάθε κλάδο.

Η επιβεβλημένη μετατόπιση του δημόσιου λόγου αντανακλά λίγο την ουσιαστική αποδόμηση της κουλτούρας που επιτρέπει στον άνδρα να ασκεί εξουσία στο γυναικείο σώμα και να έχει την δικαιοδοσία να το τιμωρήσει, αν αυτό τυχόν αποπειραθεί να ανεξαρτητοποιηθεί. Η εργαλειοποίηση του όρου γίνεται, τουλάχιστον από μια μεγάλη μερίδα παρουσιαστών και δημοσιογράφων, μηχανιστικά, χωρίς βάθος, με τρόπο που αυτο-αναιρείται η αξία του από τα ίδια τα συμφραζόμενα. Δεν διεκδικούμε μια επιφανειακή συμμόρφωση, ούτε σκοπός μας είναι να αστυνομεύουμε την τήρηση ενός νέου πολιτικά ορθού. Η διάχυση της φεμινιστικής ορολογίας στον δημόσιο λόγο ιδανικά θα είχε αξία, αν συνδυαζόταν με την κατάλληλη εκπαίδευση και εξοικείωση με τις φεμινιστικές επιδιώξεις, ώστε ο χειρισμός της να γίνεται συνειδητά και με επίγνωση του βάρους που φέρει.

Για να κλείσουμε όμως με μια πιο ελπιδοφόρα νότα- είναι τουλάχιστον ενθαρρυντικό ότι έχει ανοίξει ο διάλογος και γίνονται κάποιες πολύ αξιοπρεπείς και ηχηρές παρεμβάσεις με δημόσια συχνότητα. Και φυσικά αυτού του είδους η συζήτηση, σε αυτό το πάνελ, η κριτική τοποθέτησή μας και οι διεκδικήσεις μας στην πραγματικότητα δεν είναι ιδιαίτερα ριζοσπαστικές αλλά είναι σημαντικό ότι μπορεί να γίνεται ανοιχτά, πέρα από στενούς κινηματικούς κύκλους, και απευθυνόμενες σε ένα ευρύτερο κοινό. Η κοινωνία είναι έτοιμη να τις σκεφτεί και να τις διαπραγματευτεί, και γι’ αυτό βρισκόμαστε εδώ.

Στο πάνελ επίσης, έγινε απαγγελία του ποιήματος Αυτό το σώμα είναι «γυναικείο» από την Δήμητρα Μοροσού. Ποίημα που στέκεται απέναντι στην πατριαρχία και που με «(στ)οργή» φωνάζει «Γυναικοκτονία»

Το τραπέζι ολοκληρώθηκε με συζήτηση και σχόλια από τους παρευρισκόμενους στο κοινό. 

Ομάδα εργασίας

Δήμητρα Μοροσού (Τμήμα ΙΑΚΑ, Παν. Θεσσαλίας) | Δέσποινα Κανάκη-Χρυσοχοΐδου, Αναστασία Κυριτσοπούλου και Νίκος Μπαχτής  (Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Παν. Ιωαννίνων) | Αγγελίνα Μελαχροινού Αλέξανδρος Παληκίδης  (Τμήμα Ψυχολογίας, Παν. Ιωαννίνων)